Saturday, January 15, 2011

Ο χορός της Ευρυνόμης


Οι αρχαίοι Αρκάδες, γράφει ο Παυσανίας, είχαν σε ένα απρόσιτο μέρος ένα μικρό ιερό, καλά κρυμμένο, το οποίο άνοιγε μια φορά το χρόνο. Αυτό το ιερό ήταν αφιερωμένο στη θεά Ευρυνόμη, η οποία, κατά τον πελασγικό μύθο, έφτιαξε τον κόσμο.

Ο μύθος λέει ότι στην αρχή ήταν το χάος κι από 'κει αναδύθηκε γυμνή η Ευρυνόμη. Καθώς όλα ήταν τότε μια άμορφη και ακατέργαστη μάζα δημιουργίας, η νεογέννητη θεά δεν είχε πού να ξαποστάσει κι έτσι χώρισε το νερό από τον ουρανό.

Κατόπιν άρχισε να χορεύει στα πρωτόγονα αυτά νερά. Χόρεψε πρώτα στην κατεύθυνση του νότου και από το στροβίλισμά της ξεπήδησε ο Βόρειος Άνεμος. Η Ευρυνόμη τον πήρε στα χέρια της και τον έπλασε σε μορφή φιδιού. Κι έτσι γεννήθηκε ο Οφίων ή Οφιoνεύς.

Ο Οφίων είδε το χορό της Ευρυνόμης και την ερωτεύτηκε. Κουλουριάστηκε ανάμεσα στα πόδια της και οι εραστές στροβίλιστηκαν σφιχταγκαλιασμένοι, μέχρι που εκείνη έμεινε έγκυος. Πήρε τότε η Ευρυνόμη μορφή περιστεριού και γέννησε ένα αυγό πάνω από τα ολόλευκα κύματα. Ο Οφίων, υπακούοντας στο θέλημά της, τυλίχτηκε γύρω από το αυγό εφτά φορές για να το ζεστάνει. Όταν έφτασε η ώρα του, το αυγό έσπασε κι από εκεί ξεπήδησε όλο το γνωστό μας σύμπαν: τα αστέρια, οι πλανήτες, ο ήλιος, το φεγγάρι, τα ποτάμια, οι λίμνες, τα δέντρα, τα λουλούδια κι όλα τα ζωντανά πλάσματα.

Ευτυχισμένη η Ευρυνόμη εγκαταστάθηκε στον Όλυμπο κι έγινε βασίλισσα του κόσμου, με τον Οφίωνα σύντροφό της.

Ο Οφίων, όμως, ήθελε να βασιλεύει μόνο αυτός, γιατί πίστευε ότι δημιούργησε τον κόσμο μόνος του. Η Ευρυνόμη θύμωσε πολύ. Έτσι, του έδωσε μια δυνατή κλωτσιά και τον πέταξε στη Γη, καταδικάζοντάς τον να έρπει αιώνια.

Κι έμεινε μόνη της βασίλισσα του κόσμου, μέχρι που ήρθαν οι νεότεροι θεοί.

Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος εξιστορεί μια άλλη εκδοχή του μύθου: η Ευρυνόμη και ο Οφίων συμβασίλευσαν, τελικά, ευτυχισμένοι, κυριαρχώντας μάλιστα και στους Τιτάνες. Μετά, όμως, ήρθε ένα νέο θεϊκό ζεύγος, ο Κρόνος και η Ρέα, και απαίτησαν να τους παραχωρήσουν τον Όλυμπο. Έκαναν τότε μια συμφωνία: Θα πάλευε ο Οφίων με τον Κρόνο και θα βασίλευε αυτός που θα πετούσε τον αντίπαλό του στη θάλασσα. Ο Κρόνος νίκησε τον Οφίωνα κι έτσι το παλιό θεϊκό ζέυγος αναγκάστηκε να αποσυρθεί.

Έτσι, η εκθρονισμένη Ευρυνόμη ξαναγύρισε στη θάλασσα που τόσο αγαπούσε, κι από Θεά-Δημιουργός έγινε μια απλή θαλασσινή θεότητα, κόρη του Ωκεανού. Ύστεροι μύθοι λένε ότι αυτή πήρε και ανέθρεψε το μικρό Ήφαιστο, όταν η μητέρα του, Ήρα, τον κλώτσησε από τον Όλυμπο κι έπεσε στο Αιγαίο. Ένας άλλος μύθος, πολύ γνωστός, λέει πως η Ευρυνόμη έγινε η μητέρα των τριών Χαρίτων από το Δία. Οι Χάριτες, Αγλαϊα, Ευφροσύνη και Θάλεια, ήταν η προσωποποίηση της ομορφιάς. Παλιότεροι μύθοι, όμως, τις θέλουν να είναι δύο και να λέγονται Κλήτα και Φάεννα, ονόματα που παρέπεμπαν στις φάσεις της σελήνης, μαρτυρώντας έτσι μια σύνδεση με τις φεγγαρολατρικές θρησκείες του παρελθόντος.



Η Ευρυνόμη ξεχάστηκε με την έλευση των Ολυμπίων θεών και μόνο εκείνο το κρυμμένο ιερό στην Αρκαδία θύμιζε στους ανθρώπους ότι δημιουργήθηκαν από μια θεά. Το ξόανο της Ευρυνόμης στο ναό αυτό, την απεικόνιζε να εξέρχεται από τα κύματα με μορφή γοργόνας και ήταν δεμένο με χρυσές αλυσίδες...



-------------

Πηγές: Carl Kerenyi, "Μυθολογία των Ελλήνων", εκδ. Εστία

Robert Graves, "The Greek Myths"

Sunday, November 16, 2008

Νάρκισσος

Παιδί ενός ποταμού και μιας νύμφης, παιδί βιασμού, καταδικασμένο να μείνει για πάντα μακρυά απο την αλήθεια του, ο Νάρκισσος έγινε αντικείμενο λατρείας και έρευνας απο θεούς, θνητούς, νύμφες, ιστορικούς, ψυχαναλυτές, καλλιτέχνες και απλούς παραμυθάδες.

Μητέρα του η Λειριώπη (λευκή και υπέροχη σαν κρίνο) και πατέρας του ο Κηφισός που εγκλώβισε τη νύμφη στα νερά του. Απο το νερό ξεκίνησε και στο νερό εγκλωβίστηκε και ο ίδιος ο Νάρκισσος. Όταν γεννήθηκε το πανέμορφο αγόρι η μητέρα του ζήτησε απο τον μάντη Τειρεσία ένα χρησμό για τη ζωή του και ο μάντης προφήτευε οτι θα ζούσε πολλά χρόνια, αρκεί να μην γνωρίσει ποτέ τον εαυτό του. Απο εκεί και πέρα η ζωή του νεαρού Νάρκισσου είναι γεμάτη επεισόδια.
Θνητοί και θεοί τον επιθυμούν και επειδή δεν μπορούν να τον έχουν τον ακολουθούν σαν πιστοί σύντροφοι.

Ο ίδιος μένει αδιάφορος σε όλη αυτή την λατρεία. Συναντά την Ηχό και απαντά με περιφρόνηση στο κάλεσμα της, αναγκάζοντας την να αποσυρθεί ντροπιασμένη, να γίνει σκιά, να μείνει φωνή. Κανείς δε θα την δει ξανά, θα μείνει μόνο φωνή, καταδικασμένη να μένει στις σκιές των σπηλαίων.

Σαν το νερό ξεγλιστρά ο Νάρκισσος ανάμεσα στο θαυμασμό και την επιθυμία όσων τον συναντούν και δεν μπορούν να τον αποκτήσουν, μέχρι που ξεσηκώνει φθόνο και θυμό. Η ίδια η θεά Νέμεσης πληγωμένη απο την άρνηση του τον καταριέται. Αλλά δεν χρειαζόταν η κατάρα. Ο Νάρκισσος δεν στεριώνει πουθενά, μόνη του ευχαρίστηση το κυνήγι, ψάχνει και αναζητά συνεχώς το επόμενο θήραμα.

Σε ένα τέτοιο κυνήγι του, απομακρύνεται απο τους συντρόφους του και βρίσκεται σε ένα μικρό ξέφωτο, καλά κρυμμένο απο πυκνή βλάστηση. Εκεί υπάρχει μια ακύμαντη και καθαρή λιμνούλα στα νερά της οποίας σκύβει να χορτάσει τη δίψα του.
Είναι η στιγμή που σκύβει πάνω στα νερά η στιγμή της αλήθειας του.

Ο Μύθος απο εκεί και πέρα βγάζει παρακλάδια. Άλλοι μιλάνε για πνιγμό του νεαρού που μαγεμένος απο την ομορφιά του πέφτει καταλάθος στο νερό. Άλλοι για αυτοκτονία. Τα παρακλάδια των μύθων προσθέτουν νέα νοήματα και δε μας ενοχλούν...

Ο Οβίδιος μας εξιστορεί οτι μέσα στην απόλυτη ηρεμία ο Νάρκισσος, μαγεμένος απο την αντανάκλαση του μένει να κοιτάζει εκστασιασμένος το είδωλο του στη λίμνη. Όταν καταλαβαίνει το ανέφικτο της επιθυμίας του μαρμαρώνει απο την απελπισία και μένει εκεί για πάντα, υπέροχο αιώνιο άγαλμα δίπλα στο οποίο συχνά θα περιπλανιέται η Ηχό, δίχως σώμα, αιώνια και αυτή.

Το ζευγάρι Ηχό και Νάρκισσος, ανέφικτοι εραστές, σχηματίζουν ένα απελπισμένο ον χωρίς σώμα, χωρίς συναίσθημα. Απο εκεί και πέρα το μύθο τους και κυρίως το μύθο του Νάρκισσου τον χρησιμοποιούν σαν αφετηρία πολλές τέχνες και επιστήμες. Τόσο η ψυχιατρική, η συγγραφή1, όσο και η ζωγραφική (εφευρέτη της τον αποκάλεσαν2), τον χρησιμοποιούν συχνά σαν αναφορά, χαρακτηρίζοντας και σκιαγραφώντας μέσα στο μύθο του την κοινωνία και την ψυχοπαθολογία της σαν κλειστό κύκλωμα καταδικασμένο να τροφοδοτείται απο τις σάρκες του.

Αλλά και ο ίδιος ο μύθος δεν σταματά εκεί. Το νόημα της εικόνας, ο ερωτισμός της εικόνας και το κόστος της αλήθειας που (δεν) κρύβει η εικόνα, είναι κεντρικό ξύλο σε ένα γαϊτανάκι μύθων που μιλάνε για τον έρωτα, τη θλίψη και το θάνατο.

Όπως στο κουτί της Πανδώρας, πίσω απο αυτές τις έννοιες υπάρχει και φτερουγίζει η έννοια της μεταμόρφωσης. Της συνειδητής ή μη αλλαγής σε κάτι καινούριο, σε κάτι ουσιαστικό. Και για αυτές τις μεταμορφώσεις θα μιλήσουμε μια άλλη φορά. Και ξέχασα να σας πω οτι δίπλα στον Νάρκισσο όπως ξέρετε φυτρώνει το κίτρινο λουλούδι, ο νάρκισσος, που το φροντίζουν οι Ναϊάδες οι αδερφές του μαρμαρωμένου νεαρού. Το ίδιο ακριβώς λουλούδι θα χρησιμοποιήσει ο Πλούτωνα για να παρασύρει την Περσεφόνη στον Κάτω Κόσμο. Τυχαίο που ένα τόσο μικρό λουλουδάκι γεννήθηκε απο την απελπισία του ανέφικτου έρωτα και οδηγεί σε έναν καινούριο? Τυχαίο που ο Νάρκισσος ξεκίνησε και ολοκήρωσε τον κύκλο της ζωής του στο νερό? σε τι θέλει να μεταμορφωθεί αυτός ο μύθος? θα το δούμε την επόμενη φορά...













Metamorphosis of Narcissus - Salvador Dali



και δείτε και αυτό --->
'Speech Is Blind' - Jacques Derrida On 'Echo And Narcissus'

------
Πηγές
Ο νάρκισσος, στα ίχνη της εικόνας και του μύθου
Συγγραφέας: Ρηγοπούλου Πέπη
Εκδότης: Πλέθρον
Έτος έκδοσης: 1994

"Νάρκισσος και Ηχό" απο τις Μεταμορφώσεις του Οβιδιου

1The Picture of Dorian Gray - Oscar Wilde
2 ο Alberti θεωρητικός της αναγεννησιακής ζωγραφικής, αποκαλούσε το Νάρκισσο "πρώτο ευρετή της ζωγραφικής"




Monday, November 03, 2008

Ηχώ

«Κοίταξε τον ουρανό, κοίταξε τον εαυτό σου και θυμήσου: δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά η ηχώ του Θεού και ο Θεός είναι ο Νάρκισσος».
Hanson Edwin Rose


Όταν κάποιος ακούει την λέξη Ηχώ, αυτό που συνήθως έρχεται στο μυαλό του είναι η επιστημονική ερμηνεία της. Η επιστροφή του ήχου στα αυτιά μας όταν βρισκόμαστε σε ένα μεγάλο και άδειο χώρο, ή ανάμεσα από βουνά, όπου με λίγα λόγια ο ήχος της φωνής μας μπορεί να ανακλαστεί και να επιστρέψει.

Πέρα από την σύγχρονη επιστημονική ερμηνεία όμως, η Ηχώ έχει και μία παράλληλη μυθολογική που αντηχεί μέσα της. Οι αρχαίοι Έλληνες, για να την σκιαγραφήσουν, δημιούργησαν τον μύθο μιας πανέμορφης ορεσίβιας νύμφης την οποία οι Μούσες δίδαξαν να τραγουδάει και να παίζει αυλό. Λέγεται πως είχε τόσο ωραία φωνή που μάγευε τους θεούς και ως μουσικός συναγωνιζόταν ακόμη και τον ίδιο τον Πάνα. Όταν ο Πάνας την άκουσε να τραγουδάει, την θέλησε. Η Ηχώ όμως τον απέρριψε (ο μύθος λέει πως προτίμησε έναν σάτυρο) και ο Πάνας για να την τιμωρήσει, την διαμέλισε και σκόρπισε τα κομμάτια της τα οποία μάζεψε στοργικά η Γαία και τα έθαψε σε σπηλιές και σε χαράδρες βουνών. Το μόνο κομμάτι που επιβίωσε από την οργή του Πάνα ήταν η φωνή της, που μην έχοντας σώμα πλέον, τριγυρίζει τα θαμμένα μέλη της, καταδικασμένη να επαναλαμβάνει τις τελευταίες λέξεις που ακούει.
Η εκδοχή που μας δίνει ο Οβίδιος διαφέρει. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ποιητή, η Ηχώ βοηθούσε τον Δία να ερωτοτροπεί με τις Νύμφες, αποσπώντας την προσοχή της Ήρας με τη φωνή της. Όταν όμως η Ήρα το αντιλήφθηκε, για να την τιμωρήσει της αφαίρεσε τη δυνατότητα να μιλάει και την καταδίκασε σε μια αέναη επανάληψη των λέξεων των άλλων. Τότε ήταν που η Ηχώ, είδε τον Νάρκισσο. Τον ερωτεύτηκε παράφορα, εκείνος όμως ήταν τόσο απορροφημένος με τη δική του ομορφιά που την αγνοούσε τελείως. Τότε η Ηχώ χρησιμοποίησε τη φωνή της, πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Τόσο βαθιά ήταν η θλίψη της για την απόρριψη αυτή, που αποσύρθηκε από τον κόσμο και κρύφτηκε στα βουνά και σε βαθιές σπηλιές, ώσπου σιγά σιγά μαράθηκε τόσο πολύ, που το μόνο που απέμεινε από εκείνη ήταν η φωνή της που ακόμα ακούγεται σαν επανάληψη άλλων λέξεων.

Δύο διαφορετικοί μύθοι, που όμως έχουν ένα κοινό μοτίβο να αντηχεί μέσα τους. Σε όλες τις εκδοχές, η ανεκπλήρωτη αγάπη είναι αυτή που οδηγεί την Ηχώ στην απώλεια του υλικού σώματός της και στην εξασθένιση της φωνής της. Παρά όμως τις θεϊκές τιμωρίες που της επιβάλλονται η Ηχώ διατηρεί την αυτονομία της. Η επανάληψη είναι περισσότερο αναλογική παρά ψηφιακή και η Ηχώ χρωματίζει τη φωνή με πινελιές θλίψης (ο μύθος του Νάρκισσου), ή πινελιές αυστηρότητας και κατηγορίας (ο μύθος του Πανός) που δεν υπήρχαν στο πρωτότυπο. Η φωνή της Ηχούς έχει ακόμα ζωή, μια διαφορετική ποιότητα και επιστρέφει μια διαφορετική και ίσως πιο ουσιώδη ιστορία, παρά το γεγονός ότι λέει τις ίδιες λέξεις.

Πέρα από την επανάληψη και την επιστροφή, η Ηχώ έχει μέσα της και μία αίσθηση κενότητας. Κατοικεί και ακούγεται μόνο σε κοιλώματα, σπηλιές, λαβύρινθους, μεγάλα μέρη χωρίς αντικείμενα να απορροφούν τον ήχο, δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση κάποιου άλλου που κατοικεί ένα μέρος αναγκαστικά άδειο. Κουβαλάει μέσα της μια απομόνωση. Ένας άδειος χώρος που αντηχεί τη φωνή μας, είναι σα να κοροϊδεύει την παρουσία μας εκεί. Δίνει στον ήχο μια αλλόκοσμη ποιότητα και τον αποκόβει από την πηγή. Τον κάνει κάτι άλλο. Δεν είναι τυχαίο που οι ψαλμοί στις εκκλησίες ηχογραφούνται και βασίζονται στην Ηχώ. Το Θείο φαίνεται να είναι άρρητα δεμένο μαζί της. Παρά την «εξωκοσμική» ποιότητα της, η Ηχώ περιέχει την ίδια στιγμή και ένα αίσθημα ανακούφισης και ενώ υπονοεί έναν τεράστιο σε μέγεθος χώρο, την ίδια στιγμή τον καθορίζει, τον περιορίζει, τον οριοθετεί και –έστω και προσωρινά- τον κατοικεί. Όταν ρίχνουμε μια πέτρα σε ένα πηγάδι, είναι αναμενόμενο να ακούσουμε τον ήχο που κάνει όταν πέφτει στο νερό. Αν η πέτρα έπεφτε και εξαφανιζόταν χωρίς ήχο, τότε το αίσθημα θα ήταν ανησυχητικό. Με τον τρόπο αυτό η ομιλία γίνεται μια μορφή «όρασης».

Όπου δεν υπάρχει Ηχώ, δεν υπάρχει ούτε χώρος, ούτε αγάπη. Υπάρχει μόνο σιωπή.

Ας μην ξεχνάμε ότι από τα πιο «διάσημα» εδάφια στη Βίβλο είναι το εξής: Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος. Και με τις λέξεις αυτές, η Ηχώ επιβιώνει και στην εποχή του Χριστιανισμού (μια δύσκολη εποχή για τους "παλιούς" Θεούς) αλλάζοντας ρόλο. Η Ηχώ γίνεται αγγελιαφόρος του Θεού, μεταφέροντας το Λόγο (σα θηλυκός Ερμής ή ίσως Προμηθέας) στην ανθρωπότητα, «Κόρη της φωνής του Θεού» όπως την χαρακτήρισε ο Μίλτον, είναι η αντανάκλαση του Θεού στο υλικό πεδίο. Στα εβραϊκά το αντίστοιχο της λέξης «ηχώ» είναι bat kol που σημαίνει «κόρη της φωνής».

Καλύτερα όμως να αφήσουμε τον William Wordsworth να τελειώσει τον μύθο αυτό με ένα απόσπασμα από το ποίημα του “The power of sound”, γραμμένο σε ένα βουνό της Ιρλανδίας, το 1828:

A Voice to Light gave Being;
To Time, and Man, his earth-born chronicler;
A Voice shall finish doubt and dim foreseeing,
And sweep away life's visionary stir;
The trumpet (we, intoxicate with pride,
Arm at its blast for deadly wars)
To archangelic lips applied,
The grave shall open, quench the stars.
O Silence! are Man's noisy years
No more than moments of thy life?
Is Harmony, blest queen of smiles and tears,
With her smooth tones and discords just,
Tempered into rapturous strife,
Thy destined bond-slave? No! though earth be dust
And vanish, though the heavens dissolve, her stay
Is in the WORD, that shall not pass away.



ΥΓ. Προτεινόμενα αναγνώσματα: House of Leaves - Mark Z. Danielewski, The Figure of Echo - John Hollander

Thursday, February 15, 2007

Ο θάνατος του Θεού

Σε αρκετές μυθολογίες οι θεοί κάποτε γερνάνε και πεθαίνουν. Τις περισσότερες φορές για να αναγεννηθούν και να δώσουν δύναμη στη φύση. Κάποιες όμως, για να αποτραβηχτούν και να δώσουν δύναμη στην αλλαγή.

Λεγεται οτι κάποτε, τον καιρό του Τιβέριου, ένα πλοίο διέσχιζε τη Μεσόγειο για να φτάσει στην Ιταλία. Μέσα στην ήρεμη νύχτα ο Θάμους, ναύτης απο τη χώρα της αιγύπτου, στεκότανε στην πλώρη και κοίταζε το σκοτεινό όγκο των Παξών. Ξαφνικά άκουσε να τον καλεί μια θεική φωνή απο την πέρα πλευρά των σκοτεινών νερών. "Θάμους είσαι εκει? Όταν φτάσεις στις Παλόδες φρόντισε να πεις σε όλους οτι ο Μέγας Θεός Παν είναι νεκρός".

Απο εκείνη τη νύχτα και μέχρι να φτάσουν στο λιμάνι του Βοσπόρου, ο Θάμους δεν έβρισκε ησυχία. Πριν καλά καλά φανεί το λιμάνι ο Θάμους πήδηξε στην πλώρη και με όλη του τη δύναμη φώναξε "Ο Μέγας Θεός Παν είναι νεκρός". Εκείνη τη στιγμή, ουρλιαχτά και κλάμματα ξέσπασαν απο τη στεριά και όλος ο ζωντανός κόσμος ανατρίχιασε, γιατί η αλλαγή του κόσμου είχε πια ξεκινήσει.

Αυτή την ιστορία διηγείται ο Πλούταρχος στα Ηθικά του, για την προφητεία και το θάνατο του θεού Πάνα. Αλλά ο Παυσανίας έναν αιώνα μετά το Θάνατο του Πλούταρχου διαβεβαίωνε οτι τόσο οι ιερές σπηλιές του Πάνα, όσο και οι βωμοί ήταν πολυπληθείς και γεμάτες κόσμο. Λέγεται λοιπόν, οτι ο Θάμους λίγο απο τη ζαλάδα, λίγο απο τη μοναξιά της θάλασσας παράκουσε τα λόγια της πλώρης. Και οτι μάλιστα ενώ άκουσε "ο Τάμουζ ο Παν-Μέγιστος πέθανε ", αυτός το πήρε για "Θάμους, ο Παν ο Μέγιστος πέθανε". Το σίγουρο είναι οτι όποιος πιστεύει τα λόγια του ναυτικού απο την αίγυπτο, σίγουρα δεν έχει κάνει πρόσφατα κάποια βόλτα απο τα αρκαδικά βουνά.

The Return Of Pan


by The Waterboys
Albu
m: Dream Harder


I stood upon the balcony with my brand new bride.
The clink of bells came drifting down the mountainside.
When in our sight, something moved
lightning eyed and cloven hooved.

The great god Pan is alive.


He moves amid the modern world in disquise.
Its possible to look into his immortal eyes.

He's like a man you'd meet anyplace, until you recognize that ancient face.
The great god Pan is alive.


At sea on a ship in a thunderstorm.
On the very night that Christ was born.
A sailor heard from overhead
a mighty voice that cried, "Pan is dead."
So follow Christ as best you can,
Pan is dead. Long live Pan.

From the olden days, and up to all the years.
From Arcadia to the stonefields of Inninshere.
S
ome say the gods are just a myth,
but guess who I've been dancing with?
The great god Pan is alive
.

-------------------------------------------

Κ. Παλαμά από το ποίημα του "Ουράνια":
Η αρχαία ψυχή ζη μέσα μας
αθέλητα κρυμμένη ο Μέγας Παν δεν πέθανε ο Πάνας δεν πεθαίνει


Wednesday, May 17, 2006

Ντάτουρα, το Δώρο της Γης


Datura / Spiral Galaxy


'Όταν ακόμη τα ζώα είχαν μιλιά και οι άνθρωποι σοφία, ζούσαν δυο αδέρφια στα βάθη της Γης.
Το αγόρι το ονόμαζαν A'neglakya και το κορίτσι A'neglakyatsi-tsa και όπως και όλα τα σοφά παιδιά, αγαπούσαν πολύ τις εξερευνήσεις. 
Εβγαιναν λοιπόν στην επιφάνεια και έκαναν μακρινούς περιπάτους ψάχνοντας τη Γη, ανακαλύπτοντας νέα θαύματα, παρατηρώντας και ακούγοντας με προσοχή οτι και όποιον συναντούσαν, κάνοντας έτσι πολλούς φίλους. Μόλις επέστρεφαν στο Κέντρο της Γης, μετέφεραν ενθουσιασμένα τις διηγήσεις τους στη  μητέρα τους. Και έτσι κυλούσαν οι μέρες για όλους, μέσα και έξω απο τη Γη. 

Όμως μια ημέρα, οι δίδυμοι γιοί του Ηλιου παραξενευτήκαν απο τα σούρτα φέρτα και τις ερωτήσεις των δύο παιδιών. Για να λέμε την αλήθεια ζήλεψαν λιγάκι, γιατί "τι δουλειά είχαν τα παιδιά του σκοταδιού να ψαχουλεύουν τα εγκόσμια και να γίνονται αγαπητά στους ανθρώπους?".

Αγνοώντας αυτή την εξέλιξη A'neglakya και η αδερφή του, πήραν πάλι τους δρόμους του φωτός αναζητώντας μια νέα ιστορία και ένα καινούριο θαύμα όταν ξαφνικά συνάντησαν τους Γιους του Ηλιου που τους παρακολουθούσαν όπως πάντα. Τα δύο αδέλφια άρχισαν αμέσως τις ερωτήσεις προς τα Παιδιά του Ήλιου και ο A’neglakya σαν δείγμα φιλίας αποκάλυψε στους φωτεινούς διδύμους πως αυτός και η αδελφή του έφερναν λουλούδια απο τα βάθη της Γης και μπορούσαν να χαρίζουν τον Υπνο στους ανθρώπους. Με τα λουλούδια αυτά τους βοηθούσαν να ανακαλύπτουν χαμένες σκέψεις και χαμένα αντικείμενα μέσα στα προφητικά τους όνειρα. Σαν άκουσαν αυτή την αποκάλυψη οι Γιοί του Ηλιου, αποφάσισαν πως τα δυο αδέρφια το είχαν παρακάνει και με μια τους κίνηση τα έστειλαν μια και καλή στο κέντρο της Γης!


Και έτσι τα δύο αδέρφια δεν περπάτησαν ποτέ ξανά στη Γη και μείνανε για πάντα στο κέντρο της. Αλλά απο τα βάθη, από τα πιο σκοτεινά χώματα, δυο όμορφα λουλούδια φύτρωσαν στην επιφάνεια σε αυτό ακριβώς το σημείο από όπου έβγαιναν τα δύο αδέλφια. Στη μνήμη των δύο μικρών περίεργων ταξιδευτών οι Θεοί έδωσαν το όνομα του A'neglakya στα λουλούδια στέλνοντας παντού τους σπόρους τους για να χαρίσουν όνειρα στους ανθρώπους πάνω απο τη Γη.



Αυτός είναι μύθος των Ζούνι για το ιερό τους φυτό, την Datura.
Οι Ζούνι εδώ και 1.300 χρονια ζουν δυτικά του Μεξικού και μέχρι και σήμερα ακολουθουν το σαμανισμό σαν την κύρια θρησκεία τους. 



Tuesday, February 21, 2006

Maori - Όλος ο Κόσμος μια Αγκαλιά

Μύθος Δημιουργίας από τους Maori της Νέας Ζηλανδίας.
κάνε παιδιά να δεις καλό

Όταν ακόμη μύθοι δεν υπήρχαν, η Θεα Γη Papa και ο Θεος Ουρανός Rangi ερωτεύτηκαν. Και επιθυμούσαν ο ένας τον άλλο τόσο πολύ, που σφιχταγκαλιάστηκαν και δεν λέγανε να χωριστούν ούτε για μια στιγμή. Ούτε φως, ούτε αέρας μπορούσε να περάσει από τη σφιχτή τους αγκαλιά. Και το αγκάλιασμα ήταν τόσο έντονο και ο έρωτας τους τόσο δυνατός που μέσα σε λίγο διάστημα η Papa και ο Rangi έγιναν γονείς.
Κανένα από τα παιδιά τους όμως δεν μπορούσε να ξεφύγει από το σφιχτό αγκάλιασμα των γονιών του. Έμεναν τα παιδιά εγκλωβισμένα ανάμεσα στους γονείς του και όσο και να τους παρακαλούσαν οι γονείς δεν χώριζαν. Τότε τα παιδιά αποφάσισαν να σπρώξουν όλα μαζί και να τους χωρίσουν. Γιναν μικρές μπαλίτσες και έσπρωχναν προσπαθώντας να ανοίξουν με τα σώματα τους την αγκαλιά των γονιών τους. Σπρώχνανε για ώρες, για μήνες, για χρόνια ολάκερα. Και εκεί που ελπίδα καμιά δεν υπήρχε, ξάφνου τα παιδιά άρχισαν να βλέπουν για πρώτη φορά φως. Η αγκαλιά των γονιών τους χώριζε σιγά σιγά και επιτέλους φως και αέρας μπορούσαν να περάσουν και να δίνουν ζωή σε φυτά και ζώα.
Αλλά ο Rangi και η Papa ήταν τόσο συντετριμμένοι που έχανε ο ένας τον άλλο από την αγκαλιά του που άρχισαν να κλαίνε. Και κλαίγανε κλαίγανε τόσο γοερά που ποτάμια και ωκεανοί εμφανίστηκαν στον νέο κόσμο. Κοίταζε ο Rangi το πρόσωπο της αγαπημένης του από μακρυά και χοντρές στάλες πέφτανε πάνω της και πάνω στον κόσμο. Και κλαίγανε δίχως σταματημό και ο κόσμος όλος θα πλημμύριζε το δίχως άλλο. Ένα από τα παιδιά τους όμως για να αποφύγει την καταστροφή αναποδογύρισε την Papa για να μην μπορεί ο Rangi να δει το πρόσωπο της. Και το κατάφερε.
Τώρα ο Rangi δεν κλαίει τόσο πολύ, και πολλοί λένε ότι ξέχασε την Papa. Άμα όμως ξυπνήσεις νωρίς θα δεις και εσύ τις δροσοσταλίδες στα φύλλα, απόδειξη ότι δεν την ξέχασε ποτέ και ακόμη κλαίει κρυφά. Και άμα αφουγκραστείς τα νερά των ωκεανών θα ακούσεις τους αναστεναγμούς της Papa. Και τα παιδιά τους κλαίνε και αναστενάζουν και άμα χωριστούν από τις αγκαλιές του, πλημμυρίζουν και αυτά τον κόσμο όλο τα αθεόφοβα…

Κέλτες - Ο Πάγος της Ζωής

Υπάρχει ένας μύθος (και δύο και τρεις) για κάθε περίσταση.
Ας ξεκινήσω λοιπόν με ένα μύθο Αρχής, ένα μύθο Δημιουργίας.



αυτό τον μύθο τον είχα βρει ψάχνωντας για μύθους Δημιουργίας πριν χρόνια.

Οι Κέλτες, έχουν να το λένε ότι οι Παλαιοί Θεοί ήταν Γίγαντες. Τον πρώτο από όλους τους Χειμώνες ο πάγος έπαιξε με τον άνεμο και ένας παγωμένος Γίγαντας δημιουργήθηκε. Στο τελός του Πρώτου Χειμώνα, έφτασε η φωτιά. Παιχνίδισε πάλι η Φωτιά και ο Παγωμένος Γίγαντας άρχισε να λιώνει. Κυλούσε ο Γίγαντας και έπλασε αργά αργά τον κόσμο. Τα τρομερά του κόκκαλα σχημάτισαν τις μεγάλες οροσειρές, το κρανίο του έγινε ο Ουρανός και τα μακρυά του μαλλιά σκέπασαν σαν πυκνά δάση τη γη. Το παγωμένο του Αίμα πλημμύρισε το χάος και αργότερα οι άνθρωποι το ονόμασαν Ωκεανό. Στο κέντρο της Γης σε λόφους ψηλούς σαν βουνά και δύσβατους σαν όνειρα ζουν οι θεοί και κάτω από τα πόδια των ζωντανών αναβράζει η χώρα των ψιθύρων, ο Κάτω Κόσμος.

ο απλός αυτός μύθος πέρνει απίστευτες διαστάσεις στην Νορβηγική μυθολογία της Δημιουργίας. Η απίστευτη ιστορία του Ymir με είχε αφήσει άφωνη και θα προσπαθήσω να σας τη μεταφέρω σε λίγες μέρες.

Monday, January 02, 2006

Επαναμυθεύσεις

εδώ θα ήθελα να στήσουνε χορό και να γραφτούνε
όλα αυτά που κάποτε δεν γράφονταν και τώρα πάν' να ξεχαστούνε
γιατί οι άνθρωποι μιλάν δίχως ν'ακούνε
και σε λιγάκι θα σωθούν τα παραμύθια που μας μάθαν ν'αγαπούμε


όχι οτι είμαι εγώ παραμυθάς, μήτε ποτέ θα γίνω
αλλά ίσως μπορέσω να μην ξεχαστώ και ΤΟ παιδί να μείνω
για αυτό ας σταματήσω τη χαζή στιχομυθία
και ας αρχίσει η ιστορία...